«Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω…»
Κι όμως, ο παράλυτος του Ευαγγελίου όχι μόνο Άνθρωπο
βρήκε, αλλά δε χρειάστηκε καν να πλησιάσει τη δεξαμενή της σωτηρίας του. Το
μόνο που του ζητήθηκε ως αντίτιμο για την ίασή του ήταν να μη ξανά αμαρτάνει
ποτέ. Το Θεϊκό σχέδιο πρόλαβε γι ακόμα μια φορά τον άνθρωπο, ο οποίος όμως
είναι το κέντρο της Θεϊκής Πρόνοιας και αγάπης Του.
Ο Κόσμος δημιουργήθηκε για τον άνθρωπο, για να
ζει, να δημιουργεί και να προοδεύει εντός αυτού, αποδίδοντας μόνο δόξα στο
όνομα του Θεού, για όσα Αυτός του προσφέρει απλόχερα καθημερινά. Οι πράξεις των
ανθρώπων επηρεάζουν άμεσα την ισορροπία της ζωής του αλλά και του σύμπαντος
όλου, αφού αποτελεί την κορωνίδα της κτίσεως.
Όλα έχουν επίκεντρο τον άνθρωπο, το πιο τέλειο
δημιούργημα το οποίο δεν εξουσιάζεται από τίποτα, παρά μόνο από την ασθένεια
και τον θάνατο. Ο παράλυτος είχε την ασθένεια εκ γενετής, καθηλωμένος και
ανήμπορος χωρίς βοήθεια και υποστήριξη, σ΄ έναν κόσμο χωρίς ανταπόκριση και
αγάπη για τον συνάνθρωπο. Ο μόνος που θα μπορούσε να κάνει κάτι γι΄ αυτόν
εμφανίστηκε μπροστά του ημέρα Σάββατο, ζητώντας του ουσιαστικά να παραβεί τον
ισχύοντα μέχρι τότε Εβραϊκό Νόμο και να υπακούσει στο θέλημα Του. Ένα θέλημα
που δεν ήταν άλλο από το θέλημα του ίδιου του πάσχοντος, να ιανθεί, να γίνει
καλά, αυτός που ποτέ δε γνώρισε την απόλυτη υγεία, που ποτέ του δε στάθηκε
όρθιος και ποτέ δε φαντάστηκε πως θ΄ ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο με τον ίδιο τον
Θεό, αλλά και ευεργέτη του. Η υπομονή του ανείπωτη, εμβληματική, ήταν αυτή η
οποία τον έβγαλε από τον πόνο και τον εισήγαγε εντός της δόξης του Κυρίου του. Όταν
ρωτήθηκε «ποιος» ήταν ο ευεργέτης του, ο Ιατρός του, δε γνώριζε ν΄ απαντήσει.
Ωστόσο επικρίθηκε έντονα για το ό,τι ημέρα Σάββατο τόλμησε να πράξει αυτό που
του ζητήθηκε, δηλαδή, να σηκώσει το κρεβάτι του και να περιπατήσει.
Η Υποκρισία, ο Φθόνος, η Μικροψυχία τυφλώνουν
τον άνθρωπο, μετατρέποντας τον σε βλάσφημο, αφού βλέπει την Αλήθεια αλλά δεν
την αποδέχεται. Ο άνθρωπος δεν είναι ό,τι δε μπορεί, απλά, δε θέλει. Του είναι
δύσκολο να αποδεχθεί την αγάπη, την πραγματική και άμισθη χωρίς αντίτιμο αγάπη
που του προσφέρει όχι μόνο ο Θεός αλλά ενίοτε και ο συνάνθρωπος, ο αδερφός. Ο
άνθρωπος κλωτσά την ευκαιρία, αντιστρατεύεται το θέλημα του Κυρίου και Θεού του
και γίνεται έρμαιο των διαθέσεων του κοινωνικού του περίγυρου, των τύπων και
των κοσμικών δεδομένων. Τα πάθη του είναι αυτά τα οποία τον εξουσιάζουν και τον
καθιστούν ασθενή, παράλυτο και ανήμπορο να γιατρευτεί. Η ελπίδα μόνο τον κρατά
ζωντανό και η υπομονή. Η ελπίδα της ίασης, της γιατρειάς, της Ανάστασης, η
οποία ναι μεν του προσφέρεται όμως πρέπει κα να την αποδεχτεί. Η μη αποδοχή της
θεραπείας για τον ασθενή είναι φθοροποιός, η μη αποδοχή της σωτηρίας για τον
άνθρωπο είναι καταστροφική και επιφέρει εν τέλει τον θάνατο.
Οι εποχές άλλαξαν, ο άνθρωπος παραμένει ίδιος.
Πάντοτε θα νοσεί από τις ίδιες ψυχοσωματικές ασθένειες, πάντοτε θα πονά,
πάντοτε θα αισθάνεται μόνος και δυστυχώς τι περισσότερες φορές θα είναι. Το αν
θα παραμένει μόνος είναι μια κατάσταση η οποία
ξεπερνιέται εύκολα, αρκεί να το θέλει. Πως; Πλησιάζοντας τον Λόγο, ο
οποίος παραμένει ζωντανός και προσιτός για όλους._