Εἶναι ἄγνωστο ἀπό ποῦ καταγόταν ὁ ῞Οσιος
᾿Αμούν, ὁ Σημειοφόρος. ῎Εζησε κατά τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. καί ὑπῆρξε φημισμένος
ἀσκητής τῆς Αἰγυπτιακῆς ἐρήμου, στή Ραϊθώ. Σοφά αὐτοῦ ᾿Αποφθέγματα εὑρίσκονται
στό Λαυσαϊκόν, στόν Εὐεργετινό καί τόν Παράδεισο τῶν Πατέρων.
᾿Από τά ᾿Αποφθέγματα αὐτά ἀναφέρουμε ἕνα·...
«Πήγαμε στό ἐρημητήριο τοῦ ἀδελφοῦ πού μᾶς
ἐκάλεσε, τό ὁποῖο ἀπεῖχε γύρω στό ἕνα μίλι, κι ἐκεῖ ξεκουραστήκαμε ἀρκετά
παίρνοντας καινούργια δύναμη γιά τήν πορεία μας. ᾿Εκεῖνος ὁ μοναχός μᾶς
διηγήθηκε, πώς, στόν τόπο πού ἀσκήτευε τώρα, ζοῦσε κάποιος γέροντας,
ὀνομαζόμενος ᾿Αμούν, κοντά στόν ὁποῖον ὁ ἴδιος μαθήτεψε. ῾Ο ᾿Αββᾶς ἐκεῖνος ἦταν
φημισμένος γιά τά πολλά θαύματα πού εἶχε κάμει σ᾿ ἐκείνη τήν περιοχή.
Σ᾿ αὐτόν τόν Γέροντα εἶχαν ἐπιτεθεῖ πολλές
φορές οἱ ληστές, κλέβοντας ψωμιά καί ἄλλα τρόφιμα. Μιά μέρα, λοιπόν, βγαίνει ὁ
Γέροντας στήν ἔρημο, βρίσκει δυό μεγάλα φίδια καί τά φέρνει μαζί του, στό
ἐρημητήριό του. ᾿Εκεῖ, τά ἔβαλε νά κάθονται μπροστά στήν πόρτα καί νά φυλάγουν.
῞Οταν, κάποια στιγμή, ἔφθασαν κατά τή συνήθειά τους οἱ φονιάδες καί εἶδαν αὐτό
τό μέγα παράδοξο, ἔμειναν ἀπό ἔκπληξη μ᾿ ἀνοιχτό τό στόμα κι ἔπεσαν καταγῆς.
Βγῆκε τότε ὁ Γέροντας καί τούς βρῆκε νά τά
᾿χουν χαμένα, μισοπεθαμένοι σχεδόν. Τούς ἀνασήκωσε κι ἄρχισε νά τούς κατηγορεῖ
λέγοντάς τους· Βλέπετε, πόσο εἶστε ἀγριώτεροι ἀκόμη κι ἀπό αὐτά τά θηρία; Διότι,
ἐνῶ αὐτά φοβοῦνται τό Θεό καί ὑπακούουν στά θελήματά μας, ἐσεῖς οὔτε τό Θεό
φοβηθήκατε οὔτε τήν εὐλάβεια καί τόν κόπο τῶν Χριστιανῶν λυπηθήκατε.
῞Υστερα ἀπ᾿ αὐτά τά λόγια, ὁ Γέροντας τούς
ἔμπασε στό κελλί του, ὅπου τούς ἔβαλε νά φᾶνε, καί τούς συμβούλευσε ν᾿ ἀλλάξουν
τρόπο ζωῆς. Καί τότε οἱ ληστές μετανόησαν γιά τήν προηγούμενη ζωή τους κι
ἔγιναν κι ἀπό πολλούς μοναχούς καλύτεροι. Καί, μάλιστα, δέν ἄργησε πολύ νά
᾿ρθεῖ καιρός πού ἄρχισαν κι αὐτοί νά κάνουν παρόμοια θαύματα».