Ο Χριστός έδιωξε τους εμπόρους από τον ναό. Οι έμποροι έγιναν πιο έξυπνοι και φόρεσαν ράσα.
Χ. Σαφρίν

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΤΡΙΑΔΙΚΗΣ ΘΕΟΤΗΤΑΣ.



Όταν ο λεγόμενος «άσωτος» ζήτησε επιτακτικά από τον πατέρα του το χωρισμό της οικογενειακής περιουσίας προκειμένου να λάβει το μερίδιο που του αναλογούσε, άνοιξε την πόρτα της αμαρτίας. Αυτό που ο ίδιος θεωρούσε πως ήταν δικό του και σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να το μοιράζεται με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του, ήταν ουσιαστικά «κοινό κτήμα» όλων των μελών...
Ήταν περιουσία ακέραιη και αδιάσπαστη μη μεριζόμενη. Ο διαχειριστής αυτής της περιουσίας - ο πατέρας - δε προέβαλλε κανέναν αντίλογο, καμία αντίρρηση. Έχοντας ατέλειωτη αγάπη προς τον υιό του μοιράζει και αποδίδει σε αυτόν το «μερίδιο» που του ζητά και που κατ’ αυτόν του αναλογεί. Είναι όμως έτσι;
Η πατρική περιουσία είναι αμέτρητη. Δεν υπολογίζεται με βάση τα ανθρώπινα μέτρα αφού το κύριο συστατικό αυτής είναι η αγάπη. Αγάπη η οποία καταλήγει να γίνεται δυσβάσταχτος πόνος για τον ίδιο τον πατέρα που υποφέρει αλλά δεν το δείχνει. Αγάπη η οποία του δίνει το κουράγιο να θέτει εαυτόν στο περιθώριο των γεγονότων αλλά και των συναισθημάτων που γεννά ο πόνος του αποχωρισμού του αγαπημένου του παιδιού. Η «ελευθερία» που αποζητά ο υιός του είναι για τον ίδιο ένας αργός θάνατος, αφού μέσω αυτής θα στερηθεί ότι πολυτιμότερο έχει σε αυτόν τον κόσμο. Κι όμως δε διστάζει. Κατακρημνίζει τον εαυτό του προς τέρψη του υιού. Ξέρει πως αυτό που θα γίνει δεν είναι το σωστό. Ξέρει πως αυτό μπορεί να έχει τραγικά αποτελέσματα.
Και όντως, ο «άσωτος» λαμβάνοντας αυτά που του αναλογούν φεύγει μακριά. Κατασπαταλά όλα αυτά τα οποία με κόπο και ιδρώτα ο πατέρας του αλλά και ο ίδιος δημιούργησαν. Φεύγει και ζει ζωή άσωτη γεμάτη ηδονές και ανομίες. Ξεχνά τον πατρικό οίκο και όλα όσα τον συνδέουν με αυτόν. Όμως δεν αργεί να δει και να βιώσει την ωμή και σκληρή πραγματικότητα. Ο πλούτος του τελειώνει και ο τόπος που ζει λιμοκτονεί. Μαζί του και ο ίδιος. Σκέφτεται το παρελθόν του και καταλαβαίνει πως ότι έγινε ήταν ένα μεγάλο λάθος. Αυτός ο γεμάτος υπερηφάνεια και εγωισμό νέος, ο απερίσκεπτος που δεν έδειξε κανέναν σεβασμό απέναντι στον γεννητορά του τώρα μετανοεί. Μετανοεί ειλικρινά, συντρίβει το εγώ του και αποζητά την επιστροφή του στην οικογένεια. Νομίζει πως αυτό θα είναι πολύ δύσκολο και αναζητά μέσα του τρόπους για να δείξει στον πατέρα του τη μεταμέλεια του. Θέλει να ταπεινωθεί, να δείξει πως άλλαξε.
Και έτσι γυρνά. Ζητά από τον πατέρα του να τον συγχωρήσει, πέφτει στα πόδια του και κλαίει. Όμως Αυτός τον αγκαλιάζει!
Βλέπει ξανά στο πρόσωπο του τη ζωή που έχασε όταν έχασε αυτόν τον ίδιο. Και δε διστάζει να τον επαναφέρει εκεί όπου ήταν πριν. Τον ξανακάνει μέτοχο σε όλα αυτά που ο ίδιος ο υιός στερήθηκε και αποποιήθηκε με τη βούλησή του. Για τον πατέρα τίποτα δεν έχει αλλάξει. Η σχέση του με το παιδί του παραμένει πάντα η ίδια. Στη προκειμένη περίπτωση η σχέση ισχυροποιείται αφού παρεμβάλλονται η ταπείνωση και η μετάνοια από τη πλευρά του υιού του. Όμως η αντίδραση του μεγαλύτερου υιού είναι άμεση και τραγική για τον πατέρα και μόνο. Έρχεται αντιμέτωπος με νέα δεινά και νέο πόνο αφού ο πρεσβύτερος ενοχλείται από την επιστροφή του αδερφού του. Λέει πως πάντοτε ήταν υποδειγματικός σε όλα και πως ποτέ δεν έλαβε την πρέπουσα αναγνώριση. Θεωρεί πως η σχέση του με τον πατέρα είναι δεδομένη και αποκλειστική και πως θα έπρεπε μόνον αυτός να απολαμβάνει της προσοχής του, της ανοχής του και της αγάπης του. Λέει πως ζήτησε ποτέ τίποτα και πως εργάζεται πάντα προς όφελος της οικογένειας. Και εδώ κάνει λάθος.
Η οικογένεια του Πατέρα είναι αδιαίρετη. Αποτελείται από όλα τα μέλη της άσχετα αν αυτά πράττουν λογικά ή απερίσκεπτα. Η οικογένεια του Θεού Πατέρα δε ξεχωρίζει τα μέλη της σε εργατικά ή μη. Σε Αυτήν την οικογένεια επικρατεί ο νόμος της ατελεύτητης αγάπης και της ανιδιοτέλειας. Το κάθε μέλος πονά όταν πονά κάποιο άλλο. Τα μόνα στοιχεία που είναι απαραίτητα για είναι κάποιος μέλος αυτής της οικογένειας είναι η ταπείνωση και η μετάνοια.
Στην παραβολή του «Ασώτου υιού» ο πόνος που προκαλεί η αρνητική αντίδραση του μεγαλύτερου υιού στην επιστροφή του μικρότερου είναι πολύ μεγαλύτερος για τον πατέρα και αυτό γιατί αισθάνεται για πρώτη φορά τον κίνδυνο της διάσπασης. Βλέπει πως διασαλεύεται η αρμονία και η αγαπητική σχέση που έχει χτίσει ανάμεσα στα μέλη της οικογένειάς του. Ο μεγαλύτερος υιός ζούσε σε μια πλάνη, σε μια κατάσταση νοσηρή αφού πίστευε πως ήταν μόνος κατ’ επέκταση κύριος κληρονόμος και μελλοντικός αφέντης της πατρικής περιούσιας. Νόμιζε όλα αυτά με το δικό του σκεπτικό και όχι με το σκεπτικό του Πατέρα. Διότι ο Πατέρας δεν επιβάλλει και δεν τιμωρεί. Αγαπά και συγχωρεί. Αποδίδει και δίδει απλόχερα φτάνει να Του ζητηθεί. Έτσι ο μεγαλύτερος υιός ποτέ δε ζήτησε και ποτέ δεν έλαβε. Ο μικρότερος και τις δυο φορές που επικαλέστηκε την ευσπλαχνία και την αγάπη του Πατρός του έλαβε χωρίς δισταγμό ότι του «αναλογούσε» αλλά και ότι ζήτησε. Στην πρώτη περίπτωση τα υλικά αγαθά και στη δεύτερη συγχώρεση. Κοινό στοιχείο η πατρική αγάπη από την οποία απορρέουν όλα τα υπόλοιπα.
Το τι πιστεύουμε ότι αναλογεί στον καθένα από εμάς και το τι θέλουμε για τον εαυτό μας αλλά και για τους άλλους είναι κάτι το οποίο τις περισσότερες φορές δε συμβαδίζει με το θέλημα του Θεού. Το πώς πραγματικά μας βλέπει και μας αντιμετωπίζει είναι το μόνο για το οποίο είμαστε σίγουροι. Ίσως το παράδειγμα του μεγαλύτερου υιού να είναι το χαρακτηριστικότερο δείγμα αυτής της πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας που ναι μεν είναι σκληρή είναι όμως πέρα ως πέρα αληθινή.
 
 ( του Ζὠη Σπ. Κουτρούλη, Θεολόγου, Αθήνα, 2012 )

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις