Ἀνήκει στὴν ἱερὴ φάλαγγα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς
Ἐκκλησίας τῶν πρώτων αἰώνων.
Γεννήθηκε τὸ 270 μ.Χ. καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του
Μ. Κωνσταντίνου (306 – 337) καὶ τοῦ γιοῦ του Κωνστάντιου (337 – 361).
Γενέθλια πατρίδα του ὁ Ἅγιος Σπυρίδων εἶχε ὄχι
τὴν Τριμυθούντα τῆς Κύπρου, ὅπως γράφουν πολλοὶ καὶ ποὺ σήμερα εἶναι ἕνα μικρὸ
χωριὸ μὲ τὸ ὄνομα Τρεμετουσία, ἀλλὰ τὴν γειτονική της κωμόπολη Ἄσσια.
Αὐτὸ μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Τριφύλλιος, πρῶτος
Ἐπίσκοπος τῆς Λευκωσίας καὶ μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος. «Οὗτος οὒν ὁ Ἅγιος
Σπυρίδων ἀγροῖκος μὲν ἣν εἰπεῖν κατὰ τὴν ἀνατροφήν, ἐν χωρίῳ Ἀσκὶα καλουμένω
γεννηθεῖς εἰς τὴν Κυπρίων ἐπαρχίαν». Τὸ χωριὸ Ἀσκὶα (πιὸ σωστὰ Ἄσκια) εἶναι ἡ
γνωστὴ κωμόπολη τῆς Ἄσσιας, ποὺ εἶναι κοντὰ στὴν Τριμυθούντα. «Ἀγροῖκος»
σημαίνει ἄνθρωπος ἁπλοϊκός, ἄνθρωπος ποὺ δὲν σπούδασε, δὲν ἔμαθε νὰ γράφει καὶ
νὰ διαβάζει καλά.
Ἄνθρωπος, ὅπως λέμε ἐμεῖς σήμερα τοῦ βουνοῦ
καὶ τοῦ κάμπου. Ἄνθρωπος τῆς ὑπαίθρου· καὶ τέτοιος πραγματικὰ ἦταν ὁ Ἅγιός μας.
Τέτοιοι ἦσαν καὶ οἱ γονεῖς του. Ἄνθρωποι ἀγρότες, φτωχοί, ἀλλὰ πολὺ ἐνάρετοι
καὶ πιστοί. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ παιδί τους τὸ ἀνέθρεψαν μὲ προσοχὴ καὶ φόβο θεοῦ.
Τὸ ἀνέθρεψαν, ὅπως λέγει καὶ ὁ θεῖος Παῦλος γιὰ τὸν μαθητή του Τιμόθεο, ὅτι τὸν
ἀνέθρεψε ἡ γιαγιά του Λωΐδα καὶ ἡ μητέρα του Εὐνίκη «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία
Κυρίου».
Μόρφωση καὶ ζωὴ.
Γράμματα ὁ Ἅγιος δὲν ἔμαθε πολλά. Οὔτε φοίτησε
σὲ ἀνώτερες Σχολές, ὅπως οἱ ἄλλοι μεγάλοι ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἁγία Γραφὴ
ὅμως, τὸ βιβλίο τοῦ θεοῦ, ἦταν ὁ καθημερινὸς καὶ ἀχώριστος σύντροφός του. Ὅπου
πήγαινε, μαζί του τὴν ἔπαιρνε. Μαζί του στὸ σπίτι. Μαζί του καὶ ὅταν ὁδηγοῦσε
τὰ πρόβατα στὴ βοσκή, γιατί ἦταν βοσκός. Μέσα στὸ σακίδιό του, τὴν γνωστὴ
κυπριακὴ βούρκα στὴν ὁποία εἶχε βαλμένο τὸ λιτό του γεῦμα, εἶχε καὶ τὸ
Εὐαγγέλιό του. Πόσο συγκινητική, μὰ καὶ ἀξιομίμητη ἀλήθεια ἦταν τούτη ἡ
συνήθειά του! Νὰ τὴν ἐξάρουμε; Μιλάει μόνη της. Τοῦτο προσθέτουμε:
Ἐκεῖ στὸν κάμπο τὸν πλατύ, ὅταν τὰ πρόβατα
βοσκᾶνε, ὁ Σπυρίδων καθισμένος κάτω ἀπὸ τὸν ἴσκιο κάποιου δένδρου ἢ πάνω σὲ
κάποιο ψήλωμα μελετοῦσε μ’ εὐφροσύνη τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ καὶ σὰν τὸν Δαβὶδ ἔψαλλε
καὶ δοξολογοῦσε τὰ μεγαλεῖα του. Πολλὲς φορὲς ἀκόμη καλοῦσε κοντά του τοὺς
ἄλλους βοσκοὺς καὶ μὲ στοργὴ καὶ ἀγάπη παραδειγματική τοὺς δίδασκε τοῦ Θεοῦ τὸν
νόμο, καὶ ἀγωνιζόταν ὦρες νὰ ὁδηγήσει τὶς ψυχές τους στὰ χλοερὰ λιβάδια τῆς
χριστιανικῆς πίστης.
Ἀπὸ τὰ πρῶτά του βήματα τὸ λουλούδι αὐτὸ τοῦ
Οὐρανοῦ καὶ ὄργανο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φρόντιζε νὰ σκορπίσει παντοῦ τῆς
Ὀρθοδοξίας τὰ ἀρώματα. Κάθε μέρα ποὺ περνοῦσε, ὁ ζῆλος του γιὰ τὴν σωτηρία τῶν
γύρω του, μὰ καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ταπείνωσή του, τὸν ἀνέβαζε καὶ σὲ ψηλότερες
βαθμίδες ἀρετῆς καὶ ἠθικῆς τελειώσεως. Καὶ γινόταν γιὰ τὶς δύσκολες ἡμέρες τῆς
ἐποχῆς του, ἐποχῆς σκληρῶν διωγμῶν καὶ εἰδωλολατρίας, πρότυπο θάρρους καὶ
χριστιανικῆς ὁμολογίας. Στὸν διωγμό, ποὺ ἐξαπέλυσε ἐνάντια στοὺς χριστιανοὺς ὁ
Μαξιμίνος (308 – 313) συνελήφθη καὶ ὁ ἱερὸς Σπυρίδων. Ὁ φλογερὸς καὶ ὑπέρμαχος
τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ ἐπίσκοπος δὲν μποροῦσε νὰ ἀγνοηθεῖ. Τὰ
βασανιστήρια πολλά. Σ’ ἕνα ἀπ’ αὐτὰ ὅπως μᾶς λέγει κάποιος συναξαριστής, εἶχε
ἐξαρθρωθεῖ καὶ τὸ πόδι του καὶ εἶχε βλαφθεῖ καὶ τὸ ἕνα του μάτι.
Τοὺς παλμοὺς τῆς καρδιᾶς του καὶ τὴν ἀγάπη του
ὅμως στὸν Χριστὸ τίποτα δὲν μπόρεσε νὰ μειώσει. Μιὰ εὐφροσύνη πλημμύριζε
ὁλόκληρο τὸ εἶναι του, σὰν σκεφτόταν ὅτι ἔπασχε γιὰ τὴν πίστη του στὸν Σωτήρα
Χριστό. «Οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν
ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς». (Ρωμ. η’ 18), ἔλεγε καὶ ἐπαναλάμβανε ἀπὸ μέσα του, σὰν
δεχόταν τὰ ραπίσματα καὶ τοὺς ἄλλους ἐξευτελισμούς.
Ὁ Ἅγιος δημιουργεῖ οἰκογένεια.
Μὰ καὶ
στὶς
ἡμέρες
τῆς
εὐτυχίας
καὶ
τῆς
οἰκογενειακῆς
θαλπωρῆς
ποὺ
ἀπολάμβανε
μετὰ
τὴν
ἀπελευθέρωσή
του, ποὺ
ἔγινε
πιθανὸν
ὕστερα
ἀπὸ
τὴν
κυκλοφορία
τοῦ
διατάγματος
τῶν
Μεδιολάνων, ἡ
φλόγα
τῆς
πίστεώς
του
στὸν
Χριστὸ
ἔμεινε
ἀμείωτη
καὶ
ἡ
ἀγάπη
του
πάντα
ὑποδειγματική.
Εἶπα στὶς ἡμέρες τῆς οἰκογενειακῆς θαλπωρῆς,
γιατί νέος ὁ Ἅγιός μας, κατόπιν πιέσεως τῶν γονιῶν του δημιούργησε οἰκογένεια.
Δυστυχῶς ὅμως πολὺ νωρὶς ἔχασε τὴν προσφιλή του σύντροφο. Τὴν κάλεσε ὁ Κύριος
κοντά του. Ἔτσι ὁ Σπυρίδων ἔμεινε μόνος μὲ συντροφιὰ τὴν χαριτωμένη κόρη του,
τὴν Εἰρήνη του. Ὁ πόνος ὑπῆρξε μεγάλος. Ὅμως, ποτὲ δὲν παραπονέθηκε. Τὰ λόγια
του πολύαθλου Ἰῶβ ἦταν πάντα στὸ στόμα του. «Ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος
ἀφείλατο. Ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καὶ ἐγένετο. Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον
εἰς τοὺς αἰώνας» (Ἰῶβ α’ 21). Παρηγοριὰ στὴν θλίψη του βρῆκε πάλι στὰ λόγια τοῦ
Θεοῦ. Γιατί μόνο τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ τὶς στιγμὲς αὐτὲς εἶναι ἱκανὰ νὰ ξεκουράσουν
ψυχικὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴν σωτηρία.
Ἡ πανθομολογουμένη ἀπὸ ὅλους εὐσέβεια καὶ
ἀρετή του κατέστησε τὸν Ἅγιο σεβαστὸ καὶ ἀγαπητό, ὄχι μονάχα στὴν πόλη του, μὰ
καὶ στὰ γύρω χωριά. Σ’ αὐτὸν ἔβρισκαν καταφύγιο οἱ δυστυχισμένοι. Αὐτὸν εἶχαν
προστάτη οἱ πονεμένοι. Αὐτὸν ἔβλεπαν πατέρα τὰ ὀρφανά. Σὲ κάθε ἀνάγκη σ’ αὐτὸν
κατέφευγαν ὅλοι, γιατί στὸ πρόσωπό του ἦταν βέβαιοι πὼς θὰ βρίσκανε αὐτὸ ποὺ
ἤθελαν, αὐτὸ ποὺ ποθοῦσαν. Τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴν ἀνακούφιση.
Ὁ Σπυρίδων ποιμένας ψυχῶν.
Ἔτσι, ὅταν
κάποτε
πέθανε
ὁ
ἱερέας
τοῦ
τόπου
ἐκείνου, μικροὶ
καὶ
μεγάλοι
μ’ ἕνα
στόμα
τὸν
Σπυρίδωνα
κάλεσαν
καὶ
τὸν
ἔπεισαν
νὰ
χειροτονηθεῖ
ποιμένας
τῶν
ψυχῶν
τους. Ἀργότερα
κλῆρος καὶ λαὸς μὲ τὶς παρακλήσεις τους πάλι ἀνέδειξαν τὸν Ἅγιο πρῶτο Ἐπίσκοπό
της Τριμυθοῦντος. Καὶ τὴν θέση αὐτὴ τίμησε καὶ δόξασε ὅσο κανένας ἄλλος ὁ
ἁπλοϊκὸς βοσκός. Τὴν τίμησε καὶ τὴν δόξασε, γιατί ἦταν ὁ πράος καὶ ταπεινός. Τὰ
λόγια τοῦ θείου Διδασκάλου «μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πράος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τῇ
καρδίᾳ» (Ματθ. ια’ 29) ἦταν γι’ αὐτὸν σύνθημα ζωῆς, ἦταν καθημερινὸ βίωμα.
Ὁ Σπυρίδων ἦταν ἀκόμη ἡ προσωποποίηση τῆς
ἀγάπης καὶ καλοσύνης. Ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του ἦταν πάντα ἀνοιχτὴ γιὰ κάθε ξένο
καὶ περαστικό, καὶ γιὰ κάθε ὁδοιπόρο. Τὰ λόγια τοῦ θείου Παύλου «τὴν φιλοξενίαν
διώκετε» ἦταν γι’ αὐτὸν τρόπος ζωῆς. Ὁ Ἅγιος ἀγαποῦσε τὸν κάθε ἄνθρωπο. Ὅποιος
ἐρχόταν σπίτι του ἔπρεπε νὰ καθίσει νὰ ξεκουραστεῖ, νὰ διανυκτερεύσει, νὰ φάει
καὶ νὰ πιεῖ. Πολλὲς φορὲς ὁ ἴδιος ὁ Ἐπίσκοπος μιμούμενος τὸν Κύριο ἔφερνε νερὸ
καὶ ἔπλενε μὲ ἀγάπη τὰ πόδια τῶν κουρασμένων στρατοκόπων γιὰ νὰ τοὺς
ξεκουράσει. Σὲ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς του ὁ ταπεινὸς καὶ πράος ἐκπρόσωπος
τῆς νέας πίστεως ἦταν ὁ γνήσιος ἀκόλουθος Ἐκείνου, ποὺ ἦταν καὶ εἶναι «ἡ ὁδὸς
καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». Ἡ ἁγιότητά του ὑπῆρξε θαυμαστῆ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ
Πανάγαθος Θεὸς πλούσια τὸν ἀντάμειψε ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἦταν ἀκόμη στὴ ζωή.
Ἄπειρα εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ἔκαμε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ. Θαύματα μεγάλα,
ἀναμφισβήτητα, συγκινητικά. Δίκαια ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἔδωκε τὴν προσωνυμία τοῦ
Θαυματουργοῦ. Μερικὰ ἀπὸ τὰ θαύματα θὰ ἀναφερθοῦν καὶ ἐδῶ. Ἀξίζει νὰ δοῦμε καὶ
νὰ γνωρίσουμε ὅλοι οἱ χριστιανοί, πόσο χαριτώνει ὁ Κύριος ἐκείνους, ποὺ μὲ
σταθερότητα καὶ εἰλικρίνεια ἀληθινὴ τοῦ δίδουν τὴν καρδιά τους.
Τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου στὴν Κέρκυρα.
Τὰ Ἐπτάνησα
τὴν
ἐποχὴ
αὐτὴ
βρισκόντουσαν
κάτω
ἀπὸ
τὴν
ἐξουσία
τῶν
Ἐνετῶν. Γι’
αὐτὸ καὶ ὁ Πολύευκτος κατέφυγε σ’ ἕνα ἀπὸ αὐτά, τὴν Κέρκυρα, γιατί πίστευε, πὼς
ἐδῶ ὁ θησαυρὸς ποὺ μετέφερε θὰ ἦταν ἀσφαλισμένος. Καὶ πραγματικὰ τὰ τίμια
λείψανα ὑπῆρξαν ἐδῶ ἀσφαλισμένα. Στὴν Κέρκυρα ὁ ἱερέας Γρηγόριος Πολύευκτος
βρῆκε ἕνα πρόσφυγα, τὸν ἱερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη ἄλλοτε συμπολίτη του καὶ τοῦ
κληροδότησε τὸ ἱερὸ λείψανο. Ἀπὸ αὐτὸ λείπει τὸ δεξὶ χέρι. Τοῦτο βρισκόταν στὴ
Ρώμη στὸ ναὸ τοῦ τάγματος τοῦ Φ. Νέρι (Ὀρατοριανῶν) μέχρι τὸν Νοέμβριο τοῦ
1984. Κατὰ τὸ ἔτος αὐτό, παραμονὲς τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου, μετὰ ἀπὸ ἔντονες
ἐνέργειες τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κερκύρας καὶ Παξῶν κ. Τιμοθέου, ἡ
Ἐκκλησία τῆς Ρώμης δέχτηκε καὶ πρόσφερε στὴν Ἐκκλησία τῆς Κερκύρας τὸ ὡς ἄνω
ἱερὸ λείψανο. Τοῦτο πῆγε καὶ παρέλαβε ὁ ἴδιος ὁ Σεβασμιώτατος Κερκύρας καὶ τὸ
μετέφερε ἀεροπορικῶς στὴν εὐλογημένη νῆσο. Ἔτσι τὸ ἱερὸ ὀστοῦν τοῦ δεξιοῦ
χεριοῦ τοῦ ἁγίου, ποὺ γιὰ αἰῶνες φυλασσόταν στὴ Ρώμη ἀπὸ τότε βρίσκεται στὴν
προνομιοῦχο νῆσο καὶ κάθε φορὰ λιτανεύεται μαζὶ μὲ τὸ ἱερὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου.
Τὸ ἀριστερὸ διατηρεῖται ἀκέραιο μαζὶ μὲ τὸ ἅγιο λείψανο. Ἐπίσης καὶ τὰ μάτια
τοῦ Ἁγίου κατὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, διατηρήθηκαν ἀλώβητα μέσα στὸν τάφο. Τῆς
Ἁγίας Θεοδώρας τὸ λείψανο φυλάσσεται στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῆς Θεοτόκου τῆς
Σπηλαιώτισσας. Εἶναι ἀκέφαλο καὶ ἑορτάζεται ἡ μνήμη της στὶς 11 Φεβρουαρίου. Ἡ
Ἁγία Θεοδώρα εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀναστήλωσε μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη Μεθόδιο τὶς ἁγίες
εἰκόνες τὴν πρώτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν τοῦ 843. Τὴν ἀναστήλωση ἔκαμε μετὰ τὸν
θάνατο τοῦ συζύγου τῆς Θεοφίλου. Ὁ κόσμος τοῦ νησιοῦ μὲ βαθύτατο σεβασμὸ
ὑποδέχθηκε τὸν ἀνεκτίμητο Θησαυρό. Χιλιάδες πιστοὶ κάθε χρόνο ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη
τοῦ κόσμου ἐπισκέπτονται τὸν περίπιστο ναὸ τοῦ Ἁγίου, ποὺ ἡ εὐλάβεια τοῦ
Κερκυραϊκοῦ λαοῦ ἀνήγειρε πρὸς τιμή του. Τὸ ἅγιο λείψανο φυλάσσεται ἐδῶ σὲ
πολυτελὴ λάρνακα καὶ διατηρεῖται ἄφθαρτο καὶ ἀκέραιο ἐνάντια στοὺς ἀμετάθετους
τῆς φύσεως ὅρους. Ἄφθαρτο καὶ ἀκέραιο μένει, γιὰ νὰ διακηρύττει στοὺς αἰῶνες τὸ
λόγιο, τὸ προφητικό. «Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος»
(Ψαλμ. ιε’ 3).
Πολλὰ θαύματα ἔγιναν καὶ ἐδῶ στὴν Κέρκυρα καὶ
γίνονται κάθε χρόνο σὲ ὅσους μὲ πραγματικὴ πίστη καταφεύγουν στὴν χάρη του καὶ
μὲ συντριβὴ καρδιᾶς καὶ ταπείνωση ἐκζητοῦν τὶς πρεσβεῖες του, γιατί «ὁ
θαυματουργὸς κἂν τέθνηκε Σπυρίδων, τοῦ θαυματουργεὶν οὐκ ἔληξεν εἰσέτι».
Δηλαδή, ὁ θαυματουργὸς Σπυρίδων καὶ ἂν ἀπέθανε, δὲν ἔπαψε ὅμως καὶ ἀπὸ τοῦ νὰ
θαυματουργεῖ. Στὸν Ἅγιο αὐτὸν ἐπαναλήφθηκε πραγματικὰ ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου
Παύλου. «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». (Γαλ. στ’ 20).
Ἄπειρα εἶναι τὰ θαύματά του. Γι’ αὐτὸ καὶ
δεκάδες πολλὲς τὰ χρυσὰ κανδήλια, δῶρα εὐλαβῶν ψυχῶν ποὺ κρέμονται πάνω καὶ
γύρω ἀπὸ τὴν λάρνακα, ποὺ φιλοξενεῖ τὸ ἅγιο λείψανό του. Ὅλα αὐτὰ δείχνουν καὶ
μαρτυροῦν τὴν βαθιὰ ἐκτίμηση καὶ εὐλάβεια στὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου μας ἀπὸ μέρους
τῶν εὐεργετηθέντων. Ὀγδόντα ναοὶ στὴν Ἑλλάδα μας διακηρύττουν τὸν σεβασμὸ τοῦ φιλόθρησκου
Ἑλληνικοῦ λαοῦ στὴ μνήμη του. Ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου χιλιάδες πιστοὶ
ἀναλαμβάνουν ταξίδια μακρινὰ κάθε χρόνο γιὰ νὰ πᾶνε στὴν χάρη του, νὰ
προσκυνήσουν τὸ ἅγιο σκήνωμά του καὶ νὰ παρακολουθήσουν τὶς συγκινητικὲς καὶ
θεαματικὲς λιτανεύσεις του. Τέτοιες λιτανεύσεις γίνονται τέσσερις τὸν χρόνο.
Μιὰ κατὰ τὸ Μ. Σάββατο σὲ ἀνάμνηση τῆς ἀπαλλαγῆς τῆς νήσου ἀπὸ τὴ σιτοδεία.
Δεύτερη κατὰ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων σὲ ἀνάμνηση τῆς ἀπαλλαγῆς τῆς νήσου ἀπὸ τὴν
τρομερὴ ἐπιδημία τῆς πανώλης (πανούκλας). Τρίτη ἡ λιτανεία τῆς 11ης Αὐγούστου
γιὰ ἀνάμνηση τῆς σωτηρίας τῆς νήσου ἀπὸ τὴν τουρκικὴ ἐκστρατεία. Καὶ τέταρτη
κάθε πρώτη Κυριακὴ τοῦ Νοεμβρίου γιὰ νὰ θυμοῦνται τὴν δεύτερη θαυμαστὴ ἀπαλλαγὴ
τῆς νήσου ἀπὸ τὴν πανώλη.
ΠΗΓΗ: www.synaxarion.gr