Της Κωνσταντίνας Κιτάντη*
Ο
|
ι πιστοί μεταλαμβάνουν κατά
τη θεία Ευχαριστία το άχραντο σώμα και το τίμιο αίμα του Κυρίου. Το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας
είναι θεμελιωμένο στους λόγους του Χριστού κατά το τελευταίο δείπνο Του με τους
μαθητές: «Λάβετε
φάγετε˙ τοῦτο ἐστι τό σῶμα μου [...] πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες˙ τοῦτο γαρ ἐστι τό αἷμα μου τό
τῆς καινῆς διαθήκης τό περί πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιών. » (Μτθ 26, 27-29)
Ενώ η
ουσία της θείας κοινωνίας παραμένει ίδια και απαράλλακτη ο τρόπος της έχει
διαφοροποιηθεί μέσα στους αιώνες. Τουλάχιστον μέχρι και τον Ι΄ αιώνα οι πιστοί κοινωνούσαν
πρώτα από καθαγιασμένο άρτο και έπειτα από τον οίνο της Ευχαριστίας. Οι πιστοί
προσέρχονταν σχηματίζοντας με τα χέρια τους τον τύπο του σταυρού και λάμβαναν
στη δεξιά από τον επίσκοπο ή τον πρεσβύτερο το σώμα του Χριστού και από το ιερό
ποτήριο το οποίο κρατούσε συνήθως ο διάκονος το αίμα Χριστού. Η χωριστή
κοινωνία των πιστών είχε κατοχυρωθεί εμμέσως από τον 101 κανόνα της
Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου(691-692).
Ο Ιωάννης Δαμασκηνός μας αναφέρει «σταυρωειδῶς τάς παλάμας τυπώσαντες, τοῦ ἐσταυρωμένου
τό σῶμα ὑποδεξώμεθα». Φυσικά οι παρεκτροπές από το πραγματικό πνεύμα της
Ευχαριστίας δεν έλειψαν μιας και ορισμένοι πιστοί υποδέχονταν το σώμα Χριστού
σε ειδικά για την περίσταση σκεύη από χρυσό ή από άλλα πολύτιμα υλικά αντί των
σταυροειδώς σχηματισμένων χειρών τους. Η εν λόγο συνήθεια επικράτησε, είτε από
ανθρώπινη ματαιοδοξία, είτε από διαστρεβλωμένη αντίληψη της ταπεινότητας και
της ευλάβειας κατά την οποία θεωρούσουν οι πιστοί τα χέρια τους ανάξια να
κρατήσουν το αμίαντο σώμα του Χριστού. Το έθιμο αυτό καταδικάστηκε εκ της
συνόδου με κίνδυνο μάλιστα της επιβολής της ποινής του αφορισμού τόσο στους
κληρικούς, όσο και στους λαϊκούς οι οποίοι επέμεναν στη μη συμμόρφωση τους. Γνωρίζουμε,
ότι η μίξη σώματος και αίματος Χριστού ήταν δυνατή μόνο σε ειδικές περιπτώσεις
όπως η περίπτωση εκείνη κατά την οποία ο αββάς Ζωσιμάς μετέφερε αναμεμειγμένα
τα τίμια δώρα στον Ιορδάνη ποταμό προκειμένου να μεταλάβει η όσια Μαρία η
Αιγυπτία.
Έπειτα
όμως από την εικονομαχία πολλοί ασκητές στράφηκαν προς τον ερημιτικό βίο οπότε
κατέστει αναγκαία η μίξη των τιμίων δώρων προκειμένου να μεταφερθούν σε
απομακρυσμένες περιοχές. Η ευλαβής τάση των πιστών να μιμούνται τους ασκητές ως
πρότυπα βιωτής δεν άργησε να οδηγήσει και στην μίμηση της Κοινωνίας από
αναμεμιγμένο άρτο και οίνο, συνήθεια που μεταφέρθηκε συν το χρόνω πλήρως στην
εκκλησιαστική πράξη. Η χρήση της λαβίδας/κοχλιαρίου
(μεταλλικό κουτάλι που χρησιμοποιείται για τη μετάδοση της θείας
Κοινωνίας στους πιστούς και από τα δύο είδη ταυτόχρονα) γινόταν αρχικά μόνο για
την κοινωνία των βρεφών και των ασθενών για πρακτικούς λόγους. Αργότερα με την
καθιέρωση της μίξης των τιμίων δώρων η λαβίδα ήταν πλέον αναγκαία. Θεωρείται
επίσης πως βασίστηκε στο βιβλίου του Ησαΐα όπου παραστατικά περιγράφεται ένα
Σεραφείμ με λαβίδα να μεταφέρει από το ουράνιο θυσιαστήριο ένα αναμμένο
κάρβουνο, το οποίο ακούμπησε στο στόμα του προφήτη και του είπε ότι
συγχωρέθηκαν οι αμαρτίες του.
Η Πατερική
θεολογία πολλές φορές αποφεύγει τους ορισμούς, ειδικότερα των μυστηρίων, όχι
γιατί αρέσκεται στην αοριστία μα γιατί τα μυστήρια είναι η ίδια η ζωή και
προσπαθώντας κάποιος να ορίσει τη ζωή, το μόνο σίγουρο είναι πως ορίζοντας την, θα την περιορίσει. Έτσι
επιμένει στην περιγραφή κάνοντας χρήση κυρίως βιβλικών εικόνων. Η προσέλευση
στη θεία κοινωνία θεωρείται ζωτικής σημασίας καθώς εκεί βρίσκεται το κέντρο της
λειτουργικής και κοινωνικής ζωής των πιστών. Κατά τη διάρκεια του μυστηρίου
καθαιρούνται οι σατανικές δυνάμεις και πραγματώνεται η σφυρηλάτηση του
εκκλησιαστικού σώματος. Τα διασπασμένα μέλη ενώνονται μεταξύ τους και όλοι μαζί
με το Χριστό. Η οικογένεια μαζεύεται και
οι πιστοί ως παιδιά του Θεού δημιουργούν άρρηκτους δεσμούς μεταξύ τους και
συνάμα με τον κοινό Θεό Πατέρα. Η θεία Ευχαριστία δεν είναι μυστήριο το οποίο
τελείται εφάπαξ όπως το Βάπτισμα ˙
είναι επαναλαμβανόμενο μυστήριο καθ’ όλη τη ζωή του πιστού. Μόνο μέσα από την
δύναμη που παρέχει η θεία Ευχαριστία
μπορούν οι πιστοί να προκόψουν. Άλλωστε κατά την Κυριακή προσευχή
δεόμαστε για τον «ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον»
που κατά πολλούς δεν είναι το κοινό ψωμί μας, το οποίο είναι σαφώς απαραίτητο
για την βιολογική ζωή του ανθρώπου, αλλά για τον επουράνιο άρτο ως πνευματική
τροφή.
Οι πιστοί
όμως σήμερα τείνουν να κοινωνούν υπερβολικά σπάνια, μια με δύο φορές το χρόνο, σκεπτόμενοι
πως δεν είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι και πως δεν διακατέχονται από την
απαιτούμενη καθαρότητα. Ο ιερός Χρυσόστομος ,στου οποίου την εποχή είχε
παρατηρηθεί αντίστοιχο φαινόμενο με το σημερινό, μας λέγει πως υπάρχουν δύο
εκδοχές. Ο Χριστιανός είτε φροντίζει για την καθαρότητα της καρδιάς και της
ζωής του, οπότε μπορεί να προσέρχεται τακτικά στο μυστήριο αυτό, είτε
αδιαφορεί, οπότε δεν μπορεί και δεν πρέπει να προσέρχεται ούτε και μια φορά το
χρόνο. Από τη διδασκαλία του ιερού Χρυσοστόμου γίνεται σαφές ότι εάν δεν
υπάρχει άγρυπνη φροντίδα της πνευματικής μας καθαρότητας όλο το χρόνο, τότε
ούτε την μία φορά που θα κοινωνήσουμε θα είμαστε πραγματικά έτοιμοι. Κάθε φορά
που συμμετέχει ο πιστός στη θεία Λειτουργία οφείλει να προσέρχεται και στην
θεία Ευχαριστία. Η αναγνώριση από την Εκκλησία του σοβαρού πλήγματος το οποίο
υφίσταται ο Χριστιανός αν απέχει από την θεία Ευχαριστία την οδήγησε να
θεσπίσει ειδικές κανονικές κυρώσεις για όσους προσέρχονται στη θεία Λειτουργία
και αναχωρούν πριν τη στιγμή της θείας Κοινωνίας ή δεν κοινωνούν εφόσον δεν
έχουν κάποιο κανονικό κώλυμα. Η λύση λοιπόν δεν εντοπίζεται στην αραιή κοινωνία
ή στην αποχή από αυτή αλλά, στην ένταση της προσπάθειας με συνεχή μετάνοια, συντριβή
καρδιάς, εξομολόγηση, νηστεία, αδιάλειπτη προσευχή, ελεημοσύνη
και αγάπη τόσο προς το Θεό όσο και προς τον συνάνθρωπο.