«Ὁ τάς Ἁγίας Εἰκόνας μὴ προσκυνῶν,ἀλλότριος ἐστὶ τῆς
τῶν Ὀρθοδόξων Πίστεως,ὅτι ἡ τῆς Εἰκόνος τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει,καὶ
ὅτι ὁ προσκυνῶν καὶ τιμῶν τὴν Εἰκόνα,προσκυνεῖ ἐν αὐτῇ τοῦ ἐγγραφομένου τὴν
ὑπόστασιν».
Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος,Νίκαια 787μ.χ.
Η ἀρχαία λέξη ΕΙΚΟΝΑ ( εἰκών ) σημαίνει
ὁμοίωμα ἢ ἄγαλμα, ἀνδριάς ( ἀνδριάντας ). Προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο ρῆμα «εἴκω»
ποῦ σημαίνει φαίνομαι, ὁμοιάζω. Οἱ μορφές τῶν ἱερῶν προσώπων τῆς Βίβλου δίδουν
μία ἁπτὴ εἰκόνα τῆς οὐράνιας βασιλείας καὶ πραγματικότητας ( τῆς Θριαμβεύουσας
Ἐκκλησίας ), τὴν ὁποίαν οἱ πιστοὶ καλοῦνται νὰ μιμηθοῦν, ὡς λαμπρὰ
παραδείγματα εὐσεβείας καὶ ἀρετῆς.
Σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη ἀντίληψη καὶ τὴν
λειτουργικὴ ὀντότητα τῆς Ἐκκλησίας ἡ εἰκόνα
αποτελεί σπουδαῖο καὶ ἀπαραίτητο λατρευτικὸ ἀντικείμενο,ποὺ σχετίζεται ἄμεσα μὲ
τὴ Θεία Λειτουργία καὶ τὴ λατρεία
ἔχοντας ὡς ἐπίκεντρο πάντοτε τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Τὸ θέμα τῶν
εἰκόνων εἶναι κατ’ἐξοχὴν ὑπόθεση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι τῶν ἁγιογράφων ( κληρικῶν
ἢ λαϊκῶν ), οἱ ὁποῖοι πρέπει νὰ γνωρίζουν ὅτι ἡ εἰκόνα δὲν εἶναι μία ἁπλὴ
ἀναπαράσταση ἢ ἀπεικόνιση τῶν ἱερῶν προσώπων οὔτε ἀποτελεῖ μόνο ἕνα αἰσθηματικὸ
ἢ διακοσμητικὸ μέσο. Ἡ εἰκόνα εἶναι λειτουργικὸ καὶ προσκυνηματικὸ ἱερὸ
ἀντικείμενο, εἶναι βίωμα καὶ πράξη αἰώνων! Ἡ «Θεολογία τῶν εἰκόνων» εἶναι
ζήτημα τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας καὶ μόνον αὐτὴ ἔχει δικαιοδοσία πάνω σ’αὐτό. Γι’αὐτὸ
τὸ λόγο οἱ Ἱερὲς εἰκόνες χαρακτηρίζονται ὡς «παραστατικὴ Θεολογία», ἀφοῦ στὸ
σύνολό τους - θεωρία καὶ πράξη - ἐκφράζουν τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία, μὲ δογματικὸ
πάντοτε καὶ λειτουργικὸ χαρακτήρα. Ἡ ἕνωση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν Ἄνθρωπο ὅπως αὐτὴ
κατὰ ὑπερφυσικὸ τρόπο πραγματώθηκε στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι τὸ
κεντρικὸ πρόβλημα τῆς Θεολογίας τῶν εἰκόνων. Ἡ Χριστολογία καὶ κατ’ἐπέκτασιν τὸ
Τριαδικὸ δόγμα εἶναι τὸ ἐπίκεντρο ὄχι μόνο τῆς Ὀρθόδοξης πίστης ἀλλὰ καὶ τῆς
λατρείας.
Ο πιστὸς δὲν ἀποδίδει λατρεία στὶς Ἱερὲς
εἰκόνες.Τὶς χρησιμοποιεῖ κατὰ τὶς λατρευτικές του ἱεροπραξίες καὶ ἀποδίδει σὲ
αὐτὲς τιμὴ καὶ προσκύνηση(στὸ εἰκονιζόμενο πάντα πρόσωπο ἢ πρόσωπα). Οἱ Ἱερὲς
εἰκόνες εἶναι ἄρρηκτα δεμένες μὲ τὸ Χριστιανικὸ Ὀρθόδοξο δόγμα, τὴ πίστη, τὴ
Θεολογία, τὴ λατρεία, τὴ σύναξη ἐν γένει. Ἡ μυστικὴ γλώσσα τῶν εἰκόνων γίνεται
κτῆμα τοῦ πιστοῦ Χριστιανοῦ ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ ναοῦ καὶ τὸν συντροφεύει καὶ ἐκτὸς
αὐτοῦ στὴν καθημερινότητά του. Ἡ φύλαξή τους θὰ πρέπει νὰ γίνεται ἐντὸς τῶν
Ἱερῶν ναῶν ἐκεῖ ὅπου συμπροσεύχεται ἡ Χριστιανικὴ κοινότητα(ἐνορία ἢ Μονή). Ἡ
πίστη καὶ τὸ δόγμα μέσῳ τῶν Ἱερῶν εἰκόνων ἐκφράζονται ἄριστα καὶ μάλιστα τόσο
καλὰ ὅσο καὶ ὁ γραπτὸς λόγος.Προβάλλουν Ἱερὰ καὶ αἰώνια πρότυπα ὡς παραδείγματα
πρὸς μίμηση ἀπὸ τοὺς πιστούς.
Προσκυνώντας τὶς Ἱερὲς εἰκόνες προσκυνοῦμε τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Ἡ προσκύνηση μεταβαίνει στὸ πρωτότυπο. Ἡ ἄποψη ὅτι προσκυνοῦμε ἄψυχα καὶ ψυχρὰ
ἀντικείμενα εἶναι πέρα γιὰ πέρα λανθασμένη καὶ δὲν ἔχει οὐσιαστικὰ καμία
Θεολογικὴ καὶ ὄχι μόνο βάση.
Το 843μ.χ. ἔχουμε τὸ θρίαμβο τῶν Ἱερῶν εἰκόνων
κάτι τὸ ὁποῖο ἑορτάζουμε σήμερα τὴν πρώτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν γνωστότερη ὡς
«Κυριακή της Ὀρθοδοξίας». Εἶχαν προηγηθεῖ τὰ πολὺ ἄσχημα χρόνια τῆς
εἰκονομαχίας ἀπὸ τὸν 4ο αἰώνα μέχρι καὶ τὸ 787μ.χ. ὅπου ἡ Ζ΄ Οἰκουμενικὴ
Σύνοδος ἀναστηλώνει προσωρινὰ τὶς εἰκόνες καὶ ὁρίζει τὸν ἀσπασμὸ καὶ τὴ
τιμητικὴ προσκύνηση ἀλλὰ ὄχι τὴν ἀληθινὴ λατρεία,«ἡ πρέπει μόνη τὴ θεία φύση».
Ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἦταν
ἔνθερμοι ὑποστηρικτὲς τῶν εἰκόνων ὅπως ἐξάλλου καὶ οἱ περισσότεροι Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας.
Κατὰ συνέπεια οἱ Ἱερὲς εἰκόνες ἀποτελοῦν
γνήσιο σύμβολο ὄχι μόνο τῆς Ὀρθόδοξης λειτουργικῆς τέχνης ἀλλὰ καταμαρτυροῦν τὸ
δόγμα τῆς Χριστιανικῆς Ἀποκάλυψης. Καθοδηγοῦν τὸν πιστὸ καὶ ἐγκλείουν τὴ
πνευματικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας ὅπως αὐτὴ βιώνεται σὲ χρόνο παρελθόντα, παρόντα
ἀλλὰ καὶ μέλλοντα. Οἱ Ἱερὲς εἰκόνες «ὀρθοτομοῦν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας».
( του Ζώη Σπ. Κουτρούλη, Θεολόγου, Αθήνα 2010 )