Ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη, ποὺ συνέγραψε
τὴν Κλίμακα. Μόνασε στὴ Μικρὰ Ἀσία (στὸ Μοναστήρι Κελλιβάρα τοῦ ὄρους Λάτρου)
καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀνεξάντλητη ὑπομονή του.
Ἔλεγε μάλιστα: «πλανῶνται ὅσοι νομίζουν ὅτι
δὲν θυμώνω ποτέ. Θυμώνω, ἀλλὰ κατὰ τῶν δύο μεγαλυτέρων ἐχθρῶν. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ
Σατανᾶς, τὸν ἄλλο περιττὸ νὰ σᾶς τὸν πῶ», καὶ ἔδειχνε τὸν ἑαυτό του.
Στὸ Μοναστήρι εἶχε πολὺ δύστροπο προϊστάμενο,
ἀλλὰ ἀπέναντί του ὁ Ἀκάκιος δὲν ἔλεγε τὸ παραμικρό. Ὁ ἡγούμενος τὸν κακοποιοῦσε
καὶ ὁ Ἀκάκιος τὸν ἀγαποῦσε, ὅμως τὸν ἔθλιβε τὸ γεγονὸς ὅτι κινδύνευε ἡ σωτηρία
τοῦ ἡγουμένου του ἀπὸ τὴν ὅλη διαγωγή του.
Ὁ Ἀκάκιος πέθανε νέος, ἔχοντας παροιμιώδη
ὑπομονὴ καὶ ζωντανὴ ἐλπίδα στὸν Θεό.
ΠΗΓΗ: www.synaxarion.gr