Ο Χριστός έδιωξε τους εμπόρους από τον ναό. Οι έμποροι έγιναν πιο έξυπνοι και φόρεσαν ράσα.
Χ. Σαφρίν

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

Η Μεγαλομάρτυς Αγία Αικατερίνα

Μεταξύ των ενδόξων μεγαλομαρτύρων τής χριστιανικής Πίστης διακεκριμένη θέση κατέχει η νύμφη τού Χριστού, Αικατερίνα, η πολιούχος τού θεοβάδιστου Όρους Σινά.
Για την Αγία Αικατερίνη συνέγραψε ο αγιολόγος Συμεών ο Μεταφραστής στο εκτενέστατο «Μαρτύριο». Επιπλέον υπάρχουν και άλλα τρία στην ελληνική γλώσσα με αρκετές παραλλαγές μεταξύ τους. Το ένα από αυτά το αποδίδει στον εαυτό του ο Αθανάσιος ο ταχυγράφος, ονομάζοντας τον εαυτό του υπηρέτη τής Αγίας, ενώ τα άλλα δύο ανήκουν σε αγνώστους συγγραφείς. Ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος, επίσκοπος Καισαρείας στο βιβλίο του «Εκκλησιαστική Ιστορία» αναφέρεται σε ανώνυμη Μάρτυρα. Ο δε Λατίνος εκκλησιαστικός συγγραφέας Ρουφίνος (345-408 μ.Χ.) στην ανώνυμη Μάρτυρα του Ευσεβίου δίνει το όνομα Δωροθέα. Όμως κατά τη γνώμη έγκυρων ερευνητών, η ανώνυμη Μάρτυς τού Ευσεβίου ταυτίζεται με την Αγία Αικατερίνη. Το όνομα Δωροθέα πρέπει να ανήκει στην Αγία πριν εισέλθει στον Χριστιανισμό. Όταν όμως προσχώρησε στην πίστη τού Χριστού, τής δόθηκε το όνομα Αικατερίνη (Αικατερίνα: αεί + καθαίρειν) λόγω τής αγνότητάς της.
Η Αγία Αικατερίνη γεννήθηκε στην πόλη τής Αλεξάνδρειας το 294 μ.Χ. από ειδωλολατρική οικογένεια και πήρε το όνομα Δωροθέα. Έζησε την εποχή τού ασεβούς και χριστιανομάχου βασιλέως Μαξεντίου ή του Μαξιμίνου Β', απόλυτου άρχοντα της Αιγύπτου. Είχε αριστοκρατική καταγωγή, καθώς ήταν κόρη τού βασιλέως Κώνστα ή Κέστου. Ήταν αξιοζήλευτη ως προς την ομορφιά, την ευγένεια, τη μόρφωση, τον πλούτο. Από μικρή έτυχε μεγάλης μόρφωσης και ήταν κάτοχος της λατινικής γλώσσας και της ελληνικής φιλολογίας, ενώ γνώριζε πολλές ξένες γλώσσες τής εποχής της. Σπούδασε στις εθνικές σχολές τής εποχής Φιλοσοφία, Ρητορική, Ποίηση, Μουσική, Μαθηματικά, Αστρονομία και Ιατρική. Μελέτησε τον Όμηρο, τον Βιργίλιο, τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα, αλλά και τις μεθόδους και τις θεωρίες των ιατρών Ασκληπιού, Γαληνού και Ιπποκράτη. Από νεαρή ηλικία προσελκύσθηκε από τη χριστιανική διδασκαλία, την οποία μελέτησε, και, αφού ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό, εργάσθηκε με έντονη δράση και ενθουσιασμό για τη διάδοσή του, επιτυγχάνοντας πολλά χάριν τής ρητορικής της δεινότητας και των πολλών γνώσεών της.

Σίγουρα αποτέλεσε ένα αντίπαλο δέος στην Ελληνίδα φιλόσοφο Υπατία - με την οποία μάλιστα, σύμφωνα με ορισμένες Παραδόσεις ταυτίζεται - κατά τη μεσαιωνική σκέψη. Και εικάζεται ότι επινοήθηκε η μορφή αυτή με αυτό τον σκοπό. Έτσι, παρόμοια με την Υπατία, λέγεται ότι ήταν σοφή (ιδιαιτέρως όσον αφορά στη Φιλοσοφία και τη Θεολογία), πολύ όμορφη, αγνή, και ότι δολοφονήθηκε άγρια λόγω τής δημόσιας έκθεσης της πίστης της -105 χρόνια προ του θανάτου τής Υπατίας (αν και τα πρώτα κείμενα που την αναφέρουν, ή οι διάφορες παραλλαγές τους, χρονολογούνται πολύ αργότερα).

Στον ιστορικό περίγυρο της εποχής, η φιλόσοφος Υπατία υπήρξε εξέχουσα γυναικεία προσωπικότητα, αριστοκρατικής καταγωγής, νεαρά, μορφωμένη, ωραία, διακρινόμενη τόσο για τη σοφία όσο και για την αρετή της. Δεν σώζονται συγγράμματά της φιλοσοφικά, είναι ωστόσο γνωστό από παράλληλες ιστορικές πηγές, όπως το λεξικό Σούδας, ότι εξέφρασε την ορθολογική εκδοχή του νεοπλατωνισμού ενώ συγχρόνως ήταν μαθηματικός, γεωμέτρης και αστροφυσικός.
Ορισμένες πληροφορίες για την ίδια έχουμε επίσης από τον μαθητή της Συνέσιο τον Κυρηναίο τον μετέπειτα επίσκοπο Πτολεμαΐδος. (P.G. 66, 132)
Η χαρακτηριστική επιθυμία της για ενάρετο και άσπιλο βίο, καθώς και η επιθυμία της να παραμείνει αγνή υπήρξε από της εποχής της ακόμη παροιμιώδης, όπως και ο απότομος και «τραυματικός» τρόπος που απογοήτευσε όσους την πλησίαζαν με ερωτικού είδους προθέσεις.
Η εξαίρετη αυτή γυναικεία προσωπικότητα βρέθηκε στη μέση της θύελλας των θρησκευτικών μηχανογραφιών των Ιουδαίων της Αλεξάνδρειας της εποχής της. Οι συνθήκες θανάτου της είναι σκοτεινές και αδιευκρίνιστες ακόμη σήμερα καθώς υποτίθεται ότι διαμελίστηκε από φανατισμένο όχλο με την προτροπή ή την ανοχή του Πατριάρχου Κυρίλλου, ενώ ως κίνητρο αυτής της άνευ επαρκούς λόγου δολοφονίας θεωρήθηκε η ερωτική της σύνδεση με τον Έπαρχο Ορέστη.
Καμία λογική ωστόσο δεν μπορεί να τεκμηριώσει ως αληθοφανή την εκδοχή αυτή, εφόσον η Υπατία εξαιτίας της ιδεολογικής της αντίθεσης απέναντι στις ερωτικές σχέσεις της εποχής της δεν είχε καμία τέτοιου είδους σύνδεση με τον Ορέστη (παρά τους «ευσεβείς πόθους» του ιδίου και των εχθρών των Ιουδαίων).
Αντιθέτως ο θάνατός της φαινόταν καταπληκτική «πολιτική» κίνηση για τους Ιουδαίους καθώς με αυτόν οι ίδιοι επέτυχαν ταυτοχρόνως: α) να θανατώσουν την μεγαλύτερη Ελληνίδα φιλόσοφο και επιστήμονα της εποχής της, β) να κατασυκοφαντήσουν τον υπ' αριθμόν έναν εχθρό τους Πατριάρχη Κύριλλο, γ) να παρουσιάσουν τους χαρακτηριστικά ήπιους, γαλήνιους, ειρηνοποιούς και μακρόθυμους Χριστιανούς εκείνης της εποχής ως αιμοδιψείς δολοφόνους, δ) να δυσφημίσουν τη Νέα Θρησκεία στη συνείδηση των Ελλήνων Εθνικών και ε) να συνδέσουν το πρόσωπο του Ορέστου αρνητικά με τον Κύριλλο και να εδραιώσουν τη συμπάθεια του πρώτου απέναντί τους.
Το ισχυρότερο όμως επιχείρημα όλων είναι ότι η φιλόσοφος Υπατία είχε μεταστραφεί στον Χριστιανισμό. Υπέρ της θέσης αυτής συγκλίνουν πολλά στοιχεία.
Η βασικότερη ωστόσο παράδοση, η οποία συνδέει τη ζωή της Αγίας Αικατερίνης με αυτή της φιλοσόφου Υπατίας, έρχεται από τη Λαοδικεία της Μικράς Ασίας.
Ο συγγραφέας Β. Μυρσιλίδης αναφέρει στο σύγγραμμά του «Βιογραφία της φιλοσόφου Ελληνίδος Υπατίας», Αθήναι 1926, ότι στο χωριό Δενισλί, στο οποίο ο ίδιος υπηρέτησε ως διευθυντής της Σχολής της Ελληνικής Κοινότητας το 1897, στις 25 Νοεμβρίου υπήρχε εορταστική πανήγυρις στην οποία είχε λάβει μέρος και ο ίδιος «εις τιμήν και μνήμην Υπατίας φιλοσόφου και μάρτυρος».
Ακόμη στη βιογραφία του, ο ίδιος αναφέρει ότι στο Δενισλί της Λαοδικείας υπήρχε και ναός «εκ βάθρων εις τιμήν και μνήμην της Υπατίας, της φιλοσόφου και μάρτυρος» και ότι ο Ναός αυτός πανηγύριζε στις 25 Νοεμβρίου «της παρθενομάρτυρος Αγίας Αικατερίνης υπό το όνομα της οποίας τα πλήθη των πέριξ οικούντων πιστών εορτάζουν την σοφήν ρήτορα κόρην Υπατίαν».
Η Υπατία, Ελληνίδα φιλόσοφος και μάρτυρας, προστάτιδα της σπουδάζουσας νεολαίας και ιδιαιτέρως της φιλοσοφίας, τουλάχιστον κατά τη χριστιανική παράδοση της Μικράς Ασίας είναι κατά την αντίληψή μας το ίδιο πρόσωπο με την παρθενομάρτυρα Αγία Αικατερίνη.
Σε κάθε περίπτωση, κι αν ακόμη δεχτούμε ότι όλες οι ομοιότητες του βίου της παραβλεφτούν, ωστόσο είναι εύλογο να διαπιστώσουμε τουλάχιστον αυτό: α) η φιλόσοφος Υπατία υπήρξε χριστιανή και β) η δολοφονία της έγινε κάτω από συνθήκες συνωμοτικού σχεδίου των Ιουδαίων της εποχής εκείνης και καμιά έγκυρη ιστορική πηγή δεν αποδεικνύει ότι την προκάλεσαν χριστιανοί.
Συνεχίζοντας την αναφορά μας στην Αγία Αικατερίνη, το απαράμιλλο σωματικό της κάλλος, η εκπληκτική της μόρφωση, η αριστοκρατική της καταγωγή και η αρετή με τη οποία ήταν στολισμένη, την έκαναν περιζήτητη νύφη. Αυτή όμως αρνιόταν κάθε παρόμοια πρόταση, έως ότου κάποιος Μοναχός τής γνώρισε τον αληθινό Νυμφίο των ψυχών, τον Ιησού Χριστό. Βαπτίσθηκε και ονομάσθηκε Αικατερίνα, που κατά μία εκδοχή σημαίνει Στεφανία ή Πολυστεφανία.
''...Και πολλοί πλουσιότατοι άρχοντες της Συγκλήτου ζήτησαν να συμπεθερεύσουν με τη μητέρα τής Αικατερίνης, η οποία ήταν κρυφά Χριστιανή και δεν το εκδήλωνε εξαιτίας τού μεγάλου διωγμού που κίνησε τον καιρό εκείνο εναντίον των πιστών ο Μαξέντιος.'' Οι συγγενείς, λοιπόν και η μητέρα της τη συμβούλευαν να παντρευτεί, για να μην πάει η βασιλεία τού πατέρα της σε ξένο άνθρωπο και αποξενωθούν τελείως από αυτήν. Η Αικατερίνη, όμως, αγαπούσε την παρθενία πολύ ως φιλόσοφος και, προφασιζόμενη διάφορες αιτίες, έλεγε ότι δεν συμφωνούσε καθόλου να παντρευτεί.

Σύμφωνα με την Παράδοση και τα Συναξάρια τής Αγίας Αικατερίνης, κατά τη διάρκεια των διωγμών τού Αυτοκράτορα Μαξιμίνου, στις αρχές τού 4ου αιώνα, σε ηλικία 18 ετών, ομολόγησε την πίστη της στον Ιησού Χριστό και δημοσίως κατηγόρησε τον Αυτοκράτορα για τις θυσίες του προς τα είδωλα. Εκείνος ανέθεσε σε πενήντα ή, κατ' άλλους, σε εκατόν πενήντα περίφημους ρήτορες (ο αριθμός εξ αντιθέτου χαρακτηρίζει τη ρητορική δεινότητα της Αγίας), προκειμένου, συζητώντας μαζί της να της αποδείξουν το αβάσιμο και στρεβλό των ιδεών (δοξασιών) της. Αποτέλεσμα, όμως, υπήρξε το αντίθετο. Ο Μιχαήλ ο Αρχάγγελος ήλθε από τον ουρανό και της είπε: «μη φοβού η παις τού Κυρίου. Ιδού γαρ ο Κύριος θέλει δώση σοι σοφίαν εις την σοφίαν σου, να νικήσης τους ρήτορας. Και ου μόνον αυτοί, αλλά και πολλοί να πιστεύσωσι δια σου, και να λάβετε πάντες τού Μαρτυρίου τον στέφανον».
Πράγματι, η Αικατερίνη με την κομψότητα του λόγου της και των επιχειρημάτων της «εφήμωσε λαμπρώς τους κομψούς των ασεβών, του πνεύματος την μαχαίραν» (σύμφωνα με το Απολυτίκιο της Αγίας). Έχουσα μελετήσει σε βάθος το έργο τού μεγάλου Έλληνα ποιητή, του Ομήρου, αναφέρεται στους στοχασμούς και τις δοξασίες του. Ο Όμηρος αναφέρει, για τον μέγιστο Θεό Δία πως είναι ψεύτης, απατεώνας και πανούργος και πως ήθελαν να δέσουν αυτόν η Ήρα, ο Ποσειδώνας και η Αθηνά, αν δεν έφευγε να κρυφθεί. Ομοίως, γράφει και άλλα παρόμοια προς καταφρόνηση των Θεών αυτών. Επιπλέον, η Αγία Αικατερίνη αναφέρει και τη θέση τής σοφής Σίβυλλας, που μαρτυρεί την ένθεη σάρκωση και τη σωτήρια Σταύρωση. Ο Θεός είναι αληθής, δημιουργός ουρανού και γης και θαλάσσης, ηλίου και σελήνης, και παντός ανθρωπίνου γένους, ακατάληπτος, ανεξιχνίαστος και άρρητος.
Η Αγία Αικατερίνη, απευθυνόμενη στους συνομιλητές της, έκανε μνεία σε ποιητές και φιλοσόφους, τον Πλάτωνα, τον Ορφέα και τον Απόλλωνα, οι οποίοι καθαρά και σαφέστατα, αν και χωρίς να το επιδιώκουν, ομολόγησαν την πίστη τους στον Θεό και Χριστό, τον οποίο αυτός ο παντοδύναμος Κύριος οικονόμησε.
Αλλά ακόμη και τα σοφά της επιχειρήματα, με την πειστική ανάπτυξη των ιδεών της, κατάφεραν να προσηλυτίσουν αυτούς οι οποίοι τελικά ασπάσθηκαν τον Χριστιανισμό. Όταν ο Αυτοκράτορας έμαθε το αποτέλεσμα, οργίσθηκε τόσο που διέταξε την θανατική καταδίκη όλων στην πυρά στο μέσον τής πόλης, τη δε Αικατερίνη σε μαρτύρια μέχρι θανάτου. Η Αγία βασανίσθηκε σκληρά, αλλά αντί να καμφθεί το ηθικό της, κατόρθωσε με το ένθεο παράδειγμά της να προσελκύσει στη χριστιανική Πίστη τη σύζυγο του Αυτοκράτορα, Φαυστίνα, η οποία θαύμασε τις αρετές και την καρτερικότητά της, γνώρισε την Αγία και την αγάπησε. Όταν, λοιπόν, έλειπε ο σύζυγός της από την πόλη, ζήτησε να την επισκεφθεί με συνοδεία 200 στρατιωτών υπό τον Φρούραρχο Πορφυρίωνα ή Πορφύριο, άνθρωπο άξιο και έμπιστο, λέγοντας σε αυτόν:
«-Την περασμένη νύχτα είδα σε όραμα την Αικατερίνη καθισμένη μεταξύ πολλών παρθένων. Όταν με είδε, με κάθισε κοντά της και μου έβαλε στο κεφάλι χρυσό στεφάνι λέγοντας: «Ο Δεσπότης Χριστός σού στέλλει αυτό το στεφάνι». Σε παρακαλώ, λοιπόν, Πορφυρίωνα, να βρεις έναν τρόπο να συναντήσω απόψε την κόρη αυτή.»
«-Θα εκπληρώσω την επιθυμία σου, δέσποινα», απάντησε ο Πορφυρίων.
Όταν νύχτωσε, λοιπόν, πήρε διακόσιους στρατιώτες και πήγαν στη φυλακή με τη βασίλισσα.
Έδωσαν χρήματα στον δεσμοφύλακα και εκείνος τους άνοιξε την πόρτα τής φυλακής. Η Αυγούστα έπεσε με δάκρυα στα πόδια τής Μάρτυρος, λέγοντας:
«-Τώρα είμαι καλότυχη και ευτυχισμένη, γιατί σε γνώρισα. Ποθούσα να δω το βασιλικό σου πρόσωπο και διψούσα ν' ακούσω τα μελίρρυτα λόγια σου. Τώρα και αν στερηθώ τη ζωή και τη βασιλεία μου, δεν θα λυπηθώ καθόλου. Είσαι ζηλευτή συ, που προσκολλήθηκες σε τέτοιο Δεσπότη, που σου χαρίζει τόσες δωρεές και χαρίσματα».
«-Κι εσύ είσαι ευτυχισμένη, βασίλισσά μου, γιατί βλέπω, το στεφάνι που σου βάζουν στο κεφάλι οι Άγιοι Άγγελοι. Μετά τρεις μέρες θα το πάρεις, αφού υπομείνεις μαρτύριο. Τότε θα πας κοντά στον Αληθινό Βασιλέα, για να βασιλεύσεις αιώνια», της απάντησε η Αγία Αικατερίνη.
«-Φοβάμαι τα βασανιστήρια και τον σύζυγό μου, γιατί είναι πολύ σκληρός και απάνθρωπος», της είπε η Φαυστίνα.
«-Έχε θάρρος. Στην καρδιά σου θα βρίσκεται ο Χριστός, που θα σε δυναμώνει στη δύσκολη ώρα τού μαρτυρίου. Πολύ λίγο θα πονέσει το σώμα σου εδώ, για να αναπαύεται εκεί αιώνια», της αποκρίθηκε εκείνη.
Ενώ οι δύο γυναίκες έλεγαν αυτά, ρώτησε ο Πορφυρίων την Αγία:
«-Τι χαρίζει ο Χριστός σε όσους πιστεύουν; Θέλω και εγώ να τον γνωρίσω και να γίνω οπαδός του».
«-Δεν διάβασες ποτέ καμιά Γραφή των Χριστιανών; Ούτε έχεις ακούσει τίποτε για αυτά;»
«-Από παιδί βρίσκομαι στους πολέμους και μόνο μ' αυτούς ασχολούμαι. Δεν έχω φροντίσει για αλλά πράγματα. «Δεν μπορεί η γλώσσα να διηγηθεί τα αγαθά, που ο Θεός ετοιμάζει για όσους Τον Αγαπούν και τηρούν τις εντολές του», τού απάντησε η Αγία.
Τότε η Θεία Χάρη γέμισε την καρδιά τού Πορφυρίωνα. Πίστεψε με όλη του την καρδιά στον Χριστό μαζί με τους διακόσιους στρατιώτες του και, αφού πήραν όλοι δύναμη από τη Μεγαλομάρτυρα, έφυγαν.
Όταν το έμαθε ο Αυτοκράτορας, οργίστηκε και διέταξε τον αποκεφαλισμό τής Φαυστίνας και της ακολουθίας της και την τελική πλέον εκτέλεση της Αγίας. Μέσο θανάτωσης ήταν ο «βασανιστικός τροχός», που έμοιαζε με τροχό, η περιφέρεια του οποίου έφερε καρφιά (ήλους), που ετίθετο σε κίνηση με σχοινιά και τροχαλίες, πλησιάζοντας αργά το ιστάμενα δεμένο σώμα τού καταδίκου) με συνέπεια τις αρχικές εκδορές μέχρι διαμελισμού. Ο θρύλος στο σημείο αυτό αναφέρει πως τα καρφιά τού τροχού, όταν πλησίασαν το σώμα τής Αγίας αυτά ένα-ένα απόσπονταν ή θραύονταν. Κατ' άλλο θρύλο, ο εν λόγω τροχός, πριν πλησιάσει το σώμα τής Αγίας, διαλύθηκε «στα εξ ων συνετέθη». Έτσι και αποφασίσθηκε τελικά ο αποκεφαλισμός τής Αγίας.
Κατά την Παράδοση, μετά από τον αποκεφαλισμό της (αρχές τού 4ου αιώνα) το πάναγνο σώμα τής Αγίας μεταφέρθηκε υπό «πτερύγων αγγέλων» στην κορυφή τού υψηλότερου όρους τού Σινά, στην κορυφή Χωρήβ, ύψους 1990 μέτρων, όπου ο Μωυσής είχε παραλάβει από τον Θεό τις Δέκα Εντολές, το οποίο σήμερα φέρει και το όνομά της, αφού επί αιώνες το σώμα της έμεινε άταφο, κατά τούς βιογράφους της και την ιερή Παράδοση, μέχρι τον 6ο αιώνα, όπου ερημίτες μοναχοί τής περιοχής μέσω οράματος ειδοποιήθηκαν και κατέβασαν από το όρος το σώμα τής Αγίας, το οποίο και εναπόθεσαν σε μαρμάρινη λάρνακα. Σύμφωνα με τους βιογράφους και τους συναξαριστές της Αγίας Αικατερίνης δύο θαύματα έγιναν την ώρα του αποκεφαλισμού της. Πρώτον, αντί για αίμα έτρεξε από το λαιμό της γάλα και, δεύτερον, το άγιο σκήνωμά της εξαφανίσθηκε αμέσως από το σημείο του μαρτυρίου. Κατά άλλη Παράδοση, Χριστιανοί Αιγύπτιοι Μοναχοί βρήκαν το ιερό σκήνωμα της Αγίας και το μετέφεραν στο Άγιο Βήμα τού Καθολικού τής Μονής Σινά, μέσα σε μία μαρμάρινη λάρνακα. Στη συνέχεια, ενημερώθηκε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, ο οποίος και έκτισε τη γνωστή ιερή Μονή τής Αγίας Αικατερίνης τού Σινά και τον ναό (καθολικό) τής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (που κτίσθηκε μεταξύ 548-565), εντός τού οποίου και τοποθετήθηκε η μαρμάρινη λάρνακα, εξ ου και το όνομα της εκκλησίας «Αγία Αικατερίνη».
Αξιοζήλευτο δώρο τού Θεού στην ιερά Μονή Σινά αποτελούν τα Ιερά Λείψανα της αγίας Αικατερίνης, τα οποία βρέθηκαν στο Παρεκκλήσιο της κορυφής τού όρους, που φέρει σήμερα το όνομά της. Ο τόπος, όπου ανακαλύφθηκε το Άγιο Λείψανο, είναι ακριβώς κάτω από την Αγία Τράπεζα. Δίπλα στο Παρεκκλήσιο υπάρχουν δύο δωμάτια για τους προσκυ-νητές. Η θέα από εδώ είναι θαυμάσια. Ο προσκυνητής μπορεί να δει την Ερυθρά Θάλασσα νοτίως, και τον Κόλπο τού Εϊλάτ ανατολικά.
Το μύρο, που ανάβλυζε και ακόμη αναβλύζει από τη Αγία Κάρα τής αγίας, είναι ένα συνεχές θαύμα. Η ευλάβεια προς την Αγία Αικατερίνη και το όνομά της διαδόθηκε στη Δύση από τους Σταυροφόρους, και από τον 11ο αιώνα και μετά η Μονή τού Θεοβάδιστου Όρους Σινά άρχισε να γίνεται γνωστή και ως Μονή τής Αγίας Αικατερίνης.
Η μαρμάρινη Λάρνακα, στην οποία φυλάσσεται σήμερα το τίμιο λείψανο της Αγίας Αικατερίνης, ευρίσκεται στη νότια πλευρά τού Αγίου Βήματος του Καθολικού. Είναι έργο που συνέθεσε ο λιθοξόος και Σκευοφύλακας της Μονής Προκόπιος, αξιοποιώντας παλαιοχριστιανικά θωράκια. Όλοι οι προσκυνητές έχουν τη δυνατότητα να προσκυνήσουν τα τίμια λείψανα της Αγίας μετά το πέρας των ιερών Ακολουθιών. Τότε τα τίμια λείψανα εκτίθενται για προσκύνηση και δίδεται σε κάθε προσκυνητή ως ευλογία αργυρό ομοίωμα του δακτυλιδιού τής Αγίας. Το δακτυλίδι αυτό συμβολίζει τον πνευματικό αρραβώνα τής Αγίας με τον Χριστό (βλ. «ιερό γάμο») και τον σύνδεσμο κάθε προσκυνητή με τη Μονή· θεωρείται δε μεγάλο φυλακτό, το οποίο οι προσκυνητές συνήθως φορούν δια βίου.
Ιερά λείψανα, όμως, τής Αγίας Αικατερίνης τής Μεγαλομάρτυρος φέρονται να επιδεικνύονται από τα μέσα τού 11ου αιώνα και στη νορμανδική πόλη Ρουάν, όπου, κατά τους Ρωμαιοκαθολικούς, τα έφερε εκεί περί το 1027 ο ερημίτης μοναχός Συμεών. 



Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης του θεοβάδιστου Όρους Σινά, Ευάγγελου Παπαϊωάννου, Πτ. Θ. & Φ., σελ.62-65



Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις